Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Καταρρίπτοντας 4 γευστικούς «μύθους»...

Μια μπριζόλα Aberdeen Angus αποτελεί ένα καλό και ποιοτικό steak, ενώ ένα σουφλέ με βελγική σοκολάτα με 70% περιεκτικότητα σε κακάο κλείνει άψογα ένα ιδανικό γεύμα, σωστά; Όχι απαραίτητα! Ίσως ήρθε η ώρα να δούμε με άλλο μάτι κάποιες γευστικές πεποιθήσεις μας και να καταρρίψουμε τους μύθους που σχετίζονται με αυτές…

Μύθος Νο1: Το Aberdeen Angus είναι πάντα ένα κομμάτι καλό, αγνό σκωτσέζικο κρέας
Είναι διασκεδαστικό το πώς διάφορες απόψεις γίνονται θέσφατα και το πώς κάποια προϊόντα συνδέονται στο μυαλό μας με την απόλυτη ποιότητα. Το Aberdeen Angus είναι ένα καλό παράδειγμα. Έχει χαθεί το μέτρημα με το πόσα μενού χρησιμοποιούν τον όρο «Aberdeen Angus» ως συνώνυμο του υψηλής ποιότητας, αγνού σκωτσέζικου κρέατος. Υπάρχει εδώ όμως, μια μικρή απόσταση από την αλήθεια.
Το Aberdeen Angus είναι η ράτσα του ζώου και όχι η μάρκα ή το μέρος του κρέατος. Η εκτροφή του συγκεκριμένου ζώου μπορεί να γίνει οπουδήποτε, τονίζουν οι ειδικοί στο Food Msn. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι στην πραγματικότητα, έχει γίνει επιμειξία, ώστε το ζώο να μεγαλώνει περισσότερο σε όγκο και να δίνει περισσότερο κρέας.

Φυσικά μπορεί κανείς να προμηθευτεί ποιοτικότατο βοδινό Aberdeen, αλλά μονάχα το όνομα δεν εγγυάται ούτε εξασφαλίζει την ποιότητα του προϊόντος. Όπως συμβαίνει και με όλα τα κτηνοτροφικά προϊόντα, η ποιότητα εξαρτάται ακόμα και από τον ατομικό κτηνοτρόφο, δηλαδή από τη διατροφή, την προσοχή, τη μέθοδο σφαγής του ζώου, το κόψιμο και την ωρίμανση του κρέατος.
Το ίδιο ισχύει και για τη γαλοπούλα Bronze για παράδειγμα, που πολλοί την προτιμούν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους. Πολλές εκδόσεις συνταγών συχνά συμβουλεύουν τους αδηφάγους λιχούδηδες των Χριστουγέννων να αγοράσουν γαλοπούλα Bronze. Ωστόσο έχουμε και πάλι να κάνουμε με ράτσα γαλοπούλας και όχι με μάρκα, άρα δε σημαίνει πως ανταποκρίνεται σε υψηλά στάνταρ βρέξει χιονίσει. Όλα εξαρτώνται από τη διαδικασία «παραγωγής» κι αυτό είναι που επηρεάζει αποφασιστικά την ποιότητα του περιεχομένου του πιάτου σας.
Μύθος Νο2: Η ένδειξη «70% περιεκτικότητα σε κακάο» και η προέλευση «βελγική» σημαίνει πάντα καλής ποιότητας σοκολάτα

Ανάλογες παρανοήσεις υπάρχουν και στο χώρο της σοκολάτας, αφού πολλοί ειδικοί ή λάτρεις του χώρου χρησιμοποιούν τα δύο παραπάνω στοιχεία σαν απόδειξη ποιότητας.
Το ποσοστό σε κακάο στη σοκολάτα δεν αποτελεί απόδειξη για την ποιότητά της, αλλά είναι ένα από τα πλέον αποπροσανατολιστικά κριτήρια στην επιλογή της σοκολάτας. Ειδικά ο κανόνας του 70% που εμφανίζεται σε διάφορες συνταγές, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει καλή ποιότητα, άρωμα ή εντονότερη σοκολατένια γεύση.
Υπάρχουν φυσικά, καταπληκτικές σοκολάτες με 70% περιεκτικότητα σε κακάο, αλλά φυσικά υπάρχουν και άλλες που δεν είναι εξίσου καλές. Καλό είναι λοιπόν, να ψάχνει κανείς την ποικιλία του κακάο, καθώς και την προέλευσή του. Τα συστατικά της σοκολάτας πρέπει να είναι αγνά και απαλλαγμένα από φυτικά λίπη, ουσίες που αλλοιώνουν τεχνητά τη γεύση, σταθεροποιητές, τεχνητά γλυκαντικά κλπ. προκειμένου να πούμε ότι έχουμε ένα ποιοτικό και νόστιμο τελικό προϊόν.

Η τιμή είναι επίσης, συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα των καρπών του κακάο που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή της σοκολάτας. Μια τιμή προσεγγιστικά πάνω από 2,5 με 3 ευρώ σημαίνει σε γενικές γραμμές και διαφορά στην ποιότητα και στη γεύση. Το 62% και άνω σε περιεκτικότητα κακάο είναι προτιμητέο στις σκούρες σοκολάτες.
Όσο για το θέμα της «βελγικής» προέλευσης της σοκολάτας, αρκεί να πούμε ότι το πολύ καλό μάρκετινγκ που είχαν να επιδείξουν οι Βέλγοι τη δεκαετία του ’80 τους χάρισε και την επιτυχία η προέλευση «βελγική» να γίνει συνώνυμο του «ποιοτική σοκολάτα». Ωστόσο, όταν λέμε «βελγικές» σοκολάτες δεν εννοούμε βελγικό κακάο αφού στο Βέλγιο δεν υπάρχουν φυτείες με κακαόδεντρα. Πρόκειται απλά για σοκολάτες που παρασκευάζονται στο Βέλγιο.
Υπάρχουν πραγματικά μερικές καταπληκτικές σοκολατερί και πολλή και καλή σοκολάτα στη χώρα, αλλά δε λείπουν και εκεί οι αρπαχτές κακής ποιότητας, γι’ αυτό μην κάνετε το λάθος όπου βλέπετε Βέλγιο σε συσκευασία σοκολάτας να θεωρείτε ότι έχετε πετύχει διάνα!
Μύθος Νο3: Το Earl Grey είναι ιδιαίτερη μορφή τσαγιού και το πράσινο τσάι δεν περιέχει καφεΐνη

Ο κόσμος του τσαγιού είναι και αυτός γεμάτος παρανοήσεις και «αυτονόητους» μύθους που δεν ισχύουν. Δύο από τους βασικούς είναι εκείνος γύρω από το τσάι Earl Grey και οι αναφορές στο πράσινο τσάι ως προϊόν με χαμηλή περιεκτικότητα σε καφεΐνη.
Όπως όλων των μορφών τα κρασιά προέρχονται από σταφύλια, έτσι και όλες οι μορφές τσαγιού –μαύρο, λευκό και πράσινο- προέρχονται από το φυτό camellia sinensis. Και όπως όλα τα σταφύλια περιέχουν ζάχαρη, έτσι και όλα τα φύλλα τσαγιού περιέχουν καφεΐνη. Το πράσινο τσάι είναι λιγότερο επεξεργασμένο οπότε και πιο ελαφρύ από το μαύρο, ωστόσο η ποσότητα καφεΐνης είναι ίδια.
Το Earl Grey από την άλλη, είναι ένα τσάι αρωματισμένο με περγαμόντο -με γεύση ανάμεσα σε πικρό πορτοκάλι και λεμόνι. Είναι για την ακρίβεια τα έλαια της φλούδας τα οποία χρησιμοποιούνται για να δοθεί το άρωμα στο συγκεκριμένο τσάι. Το έλαιο της φλούδας του περγαμόντου εξατμίζεται αρκετά εύκολα και διαλύεται πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό οι περισσότεροι παρασκευαστές χρησιμοποιούν χημικής σύστασης αρωματικά, γιατί είναι φθηνότερα και διατηρούνται περισσότερο.
Μερικοί μάλιστα, προσθέτουν στο μίγμα του earl grey τσαγιού, μικρά μπλε πέταλα από άνθη για να κάνουν το τσάι να φαίνεται πιο όμορφο. Τα πέταλα όμως αυτά, είναι από cornflower και δεν έχουν καθόλου γεύση, σύμφωνα με το Food Msn! Αντίθετα όμως, τραβούν την προσοχή μας και ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή και πιο σπάνια ποικιλία τσαγιού.
Μύθος No4: Το παλιό κρασί είναι πάντα καλύτερο 

Και φυσικά, από το παιχνίδι των παρερμηνειών δεν θα μπορούσε να λείπει και ο εκλεκτός μας οίνος. Έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν σε άρθρα μας στην παλαιότητα του κρασιού. Ο «μύθος» ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί, τόσο πιο γευστικό είναι, πρέπει να καταρριφθεί και μάλιστα άμεσα.
Αυτή η άποψη ισχύει για ορισμένα καλής ποιότητας κρασιά που όσο περνά ο καιρός γίνονται πιο μεστά και νοστιμότερα, αλλά αυτά δεν είναι τα περισσότερα κρασιά.
Σε γενικές γραμμές -χωρίς όμως αυτό να αποτελεί κανόνα- καλό είναι να θυμόμαστε ότι τα φθηνά, ξηρά, λευκά κρασιά πρέπει να καταναλώνονται μέσα σε 1 με 3 χρόνια από τη χρονιά παραγωγής τους, ενώ τα κόκκινα, μέσα σε 1-2 χρόνια. Μέσα σε 3 με 5 χρόνια από τη χρονιά παραγωγής τους μπορούν να καταναλωθούν αυτά που δεν ανήκουν στα φθηνά, αλλά ούτε και στα ακριβά κρασιά, ενώ τα καλά κόκκινα κρασιά μπορούν να αντέξουν μέχρι και 8 χρόνια, σύμφωνα με τους ειδικούς της Huffington Post.
Ηθικόν δίδαγμα; Μην σας θαμπώνει το μάρκετινγκ των προϊόντων και την επόμενη φορά φροντίστε να ασχοληθείτε περισσότερο με την ουσία των πραγμάτων…
πηγή:clickatlife.gr