«Δίσεκτο» ονομάζουμε το έτος που αριθμεί 366 ημέρες, αντί των 365 που
έχουν τα κοινά. Αυτό συμβαίνει κάθε τέσσερα χρόνια, όταν προσθέτουμε
ένα 24ωρο,
προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες του πολιτικού ημερολογίου σε σχέση με το αστρονομικό. Αν δεν συνέβαινε αυτή η διόρθωση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα. Για να βρούμε ποιο έτος είναι δίσεκτο, δεν έχουμε παρά να το διαιρέσουμε με το 4. Αν διαιρείται ακριβώς, σημαίνει ότι είναι δίσεκτο και το έτος αυτό έχει 366 ημέρες.
Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που θεσπίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα σύμφωνα τις προτάσεις του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη (46 π.Χ.), ο Φεβρουάριος μετατέθηκε από τελευταίος μήνας του έτους σε δεύτερος, αμέσως μετά τον Ιανουάριο, και είχε 30 μέρες. Μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου πρόσθεταν μία επιπλέον μέρα, δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου (1η Μαρτίου), η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτιο. Με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μία μέρα περισσότερη από τα κοινά.
Αργότερα, από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε μία μέρα και άλλη μία επί του Αυγούστου, που προστέθηκε προς τιμή του αυτοκράτορα στον μήνα Αύγουστο. Έτσιν ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνον ημέρες. Από τους μεταχριστιανικούς χρόνουςν η επιπλέον μέρα προστίθεται στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.
Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς και κατ' επέκταση όλο το έτος. Σ' αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου. Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Γι' αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν δεινά μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:
προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες του πολιτικού ημερολογίου σε σχέση με το αστρονομικό. Αν δεν συνέβαινε αυτή η διόρθωση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα. Για να βρούμε ποιο έτος είναι δίσεκτο, δεν έχουμε παρά να το διαιρέσουμε με το 4. Αν διαιρείται ακριβώς, σημαίνει ότι είναι δίσεκτο και το έτος αυτό έχει 366 ημέρες.
Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που θεσπίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα σύμφωνα τις προτάσεις του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη (46 π.Χ.), ο Φεβρουάριος μετατέθηκε από τελευταίος μήνας του έτους σε δεύτερος, αμέσως μετά τον Ιανουάριο, και είχε 30 μέρες. Μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου πρόσθεταν μία επιπλέον μέρα, δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου (1η Μαρτίου), η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτιο. Με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μία μέρα περισσότερη από τα κοινά.
Αργότερα, από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε μία μέρα και άλλη μία επί του Αυγούστου, που προστέθηκε προς τιμή του αυτοκράτορα στον μήνα Αύγουστο. Έτσιν ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνον ημέρες. Από τους μεταχριστιανικούς χρόνουςν η επιπλέον μέρα προστίθεται στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.
Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς και κατ' επέκταση όλο το έτος. Σ' αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου. Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Γι' αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν δεινά μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:
«κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι' έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν».
κι' έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν».