Στοιχεία
που δείχνουν ότι πιθανότατα τα μεταναστευτικά πουλιά είναι αυτά, τα
οποία ευθύνονται για τη μετάδοση και εξάπλωση της θανατηφόρας νόσου που
προκαλεί ο ιός του Δυτικού Νείλου, παρουσίασε μια ομάδα Ελλήνων
ερευνητών σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό. Είναι η πρώτη επιστημονική
έρευνα που αναφέρει ότι εντόπισε στη χώρα μας μολυσμένα άγρια πουλιά
πολλούς μήνες προτού ξεσπάσει η νόσος στην Ελλάδα το 2010, με πιθανή
προέλευση χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Χαράλαμπο Μπιλλίνη του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας και Παρασιτολογίας της Κτηνιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας στην Καρδίτσα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ιολογίας "Virology Journal", ανέλυσαν δείγματα γηγενών και άγριων μεταναστευτικών πουλιών πριν και κατά το ξέσπασμα της νόσου στην Ελλάδα το 2010, όταν 35 άνθρωποι μολύνθηκαν από τον ιό και πέθαναν, ενώ υπήρξαν άλλα 262 επιβεβαιωμένα μη θανατηφόρα κρούσματα σε ανθρώπους.
Ο ιός, που εξαπλώνεται με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών, ανακαλύφθηκε στην Ουγκάντα το 1937 και, ενώ έως τη δεκαετία του ΄90 είχαν αναφερθεί σποραδικά μόνο κρούσματα διεθνώς, έκτοτε έχουν υπάρξει διάφορες εξάρσεις της νόσου σε πολλές χώρες (και στην Ελλάδα), με συνέπεια η νόσος να έχει χαρακτηρισθεί πλέον ως επιδημία.
Οι έως τώρα μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που μολύνονται με τον ιό, δεν έχουν αρκετά μεγάλες ποσότητες και για αρκετό καιρό στο αίμα τους, ώστε να μολύνουν με τη σειρά τους τα κουνούπια που τους τσιμπάνε κι έτσι δεν διευκολύνουν την μετάδοση του ιού. Αντίθετα, διάφορα είδη πουλιών έχουν αρκετή ποσότητα του ιού στο δικό τους αίμα για να παίξουν το ρόλο του ξενιστή που μεσολαβεί για την εξάπλωση της νόσου, μολύνοντας τους διαβιβαστές της νόσου, τα κουνούπια. Τα ίδια τα πουλιά -τουλάχιστον στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- δεν φαίνεται να πέφτουν θύματα της νόσου.
Οι Έλληνες επιστήμονες διερεύνησαν κατά πόσο τα άγρια πουλιά που περνάνε από την Ελλάδα, είχαν εκτεθεί στον ιό του Δυτικού Νείλου πριν το ξέσπασμα της νόσου στη χώρα μας το 2010. Γι' αυτό το σκοπό, έλεγξαν δείγματα ορού και ιστών από 295 γηγενή και μεταναστευτικά πουλιά, τα οποία είχαν συλλέξει κυνηγοί τόσο πριν όσο και κατά το ξέσπασμα της νόσου, κατά τις κυνηγετικές περιόδους 2009 - 2010 και 2010 - 2011 στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ήταν και το επίκεντρο των κρουσμάτων της νόσου το 2010, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Από αυτά, τα 53 δείγματα βρέθηκαν θετικά για τον ιό και, το σημαντικότερο, 14 θετικά δείγματα προέρχονταν από πουλιά έως και οκτώ μήνες προτού εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα σε ανθρώπους. Η γενετική ανάλυση έδειξε αυξημένη τοξικότητα των εν λόγω δειγμάτων. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι, με βάση αυτά τα ευρήματα, τα άγρια πουλιά πιθανότατα επέτρεψαν τη διατήρηση και τη μετάδοση του ιού πριν και κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της νόσου. Όπως είπε ο Χαράλαμπος Μπιλίνης, τα μεταναστευτικά πουλιά, που είχαν προηγουμένως εκτεθεί στον ιό του Δυτικού Νείλου μάλλον στην Κ. Ευρώπη, είναι πολύ πιθανό ότι τον εισήγαγαν μετά στην Ελλάδα. Δεν αποκλείεται πάντως και η εναλλακτική πιθανότητα να ήταν η ενδημική κυκλοφορία του ιού αυτή που προκάλεσε το ξέσπασμα στην Ελλάδα, μετά από την ύπαρξη των κατάλληλων συνθηκών εξάπλωσης.
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού "Virology Journal" καθηγητής Λίνφα Γουάνγκ σχολίασε ότι «η εν λόγω μελέτη δείχνει τη σημασία της επιτήρησης των άγριων πτηνών για ζωονόσους, όπως ο ιός του Δυτικού Νείλου. Δείχνει επίσης, ότι η επιτήρηση στη φύση, πριν την εμφάνιση της νόσου, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που θα εμποδίζει ή/και θα μειώνει τις επιπτώσεις τέτοιων εμφανιζόμενων μολυσματικών ασθενειών».
Στην έρευνα συμμετείχαν, επίσης, οι Γιώργος Βαλιάκος, Αντωνία Τουλούδη, Λαμπρινή Αθανασίου, Αλέξιος Γιαννακόπουλος, Χρήστος Ιακωβάκης, Περικλής Μπίρτσας, Βασιλική Σπύρου, Ζήσης Νταλαμπίρας και Λιλιάνα Πέτροφσκα, από την Κτηνιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το Εργαστήριο Έρευνας Ζωονόσων του Ινστιτούτου Βιοιατρικής Έρευνας και Τεχνολογίας στη Λάρισα, το Τμήμα Δασοπονίας (παράρτημα Καρδίτσας) και το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας, καθώς και την Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας-Θράκης.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Χαράλαμπο Μπιλλίνη του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας και Παρασιτολογίας της Κτηνιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας στην Καρδίτσα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ιολογίας "Virology Journal", ανέλυσαν δείγματα γηγενών και άγριων μεταναστευτικών πουλιών πριν και κατά το ξέσπασμα της νόσου στην Ελλάδα το 2010, όταν 35 άνθρωποι μολύνθηκαν από τον ιό και πέθαναν, ενώ υπήρξαν άλλα 262 επιβεβαιωμένα μη θανατηφόρα κρούσματα σε ανθρώπους.
Ο ιός, που εξαπλώνεται με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών, ανακαλύφθηκε στην Ουγκάντα το 1937 και, ενώ έως τη δεκαετία του ΄90 είχαν αναφερθεί σποραδικά μόνο κρούσματα διεθνώς, έκτοτε έχουν υπάρξει διάφορες εξάρσεις της νόσου σε πολλές χώρες (και στην Ελλάδα), με συνέπεια η νόσος να έχει χαρακτηρισθεί πλέον ως επιδημία.
Οι έως τώρα μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που μολύνονται με τον ιό, δεν έχουν αρκετά μεγάλες ποσότητες και για αρκετό καιρό στο αίμα τους, ώστε να μολύνουν με τη σειρά τους τα κουνούπια που τους τσιμπάνε κι έτσι δεν διευκολύνουν την μετάδοση του ιού. Αντίθετα, διάφορα είδη πουλιών έχουν αρκετή ποσότητα του ιού στο δικό τους αίμα για να παίξουν το ρόλο του ξενιστή που μεσολαβεί για την εξάπλωση της νόσου, μολύνοντας τους διαβιβαστές της νόσου, τα κουνούπια. Τα ίδια τα πουλιά -τουλάχιστον στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- δεν φαίνεται να πέφτουν θύματα της νόσου.
Οι Έλληνες επιστήμονες διερεύνησαν κατά πόσο τα άγρια πουλιά που περνάνε από την Ελλάδα, είχαν εκτεθεί στον ιό του Δυτικού Νείλου πριν το ξέσπασμα της νόσου στη χώρα μας το 2010. Γι' αυτό το σκοπό, έλεγξαν δείγματα ορού και ιστών από 295 γηγενή και μεταναστευτικά πουλιά, τα οποία είχαν συλλέξει κυνηγοί τόσο πριν όσο και κατά το ξέσπασμα της νόσου, κατά τις κυνηγετικές περιόδους 2009 - 2010 και 2010 - 2011 στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ήταν και το επίκεντρο των κρουσμάτων της νόσου το 2010, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Από αυτά, τα 53 δείγματα βρέθηκαν θετικά για τον ιό και, το σημαντικότερο, 14 θετικά δείγματα προέρχονταν από πουλιά έως και οκτώ μήνες προτού εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα σε ανθρώπους. Η γενετική ανάλυση έδειξε αυξημένη τοξικότητα των εν λόγω δειγμάτων. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι, με βάση αυτά τα ευρήματα, τα άγρια πουλιά πιθανότατα επέτρεψαν τη διατήρηση και τη μετάδοση του ιού πριν και κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της νόσου. Όπως είπε ο Χαράλαμπος Μπιλίνης, τα μεταναστευτικά πουλιά, που είχαν προηγουμένως εκτεθεί στον ιό του Δυτικού Νείλου μάλλον στην Κ. Ευρώπη, είναι πολύ πιθανό ότι τον εισήγαγαν μετά στην Ελλάδα. Δεν αποκλείεται πάντως και η εναλλακτική πιθανότητα να ήταν η ενδημική κυκλοφορία του ιού αυτή που προκάλεσε το ξέσπασμα στην Ελλάδα, μετά από την ύπαρξη των κατάλληλων συνθηκών εξάπλωσης.
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού "Virology Journal" καθηγητής Λίνφα Γουάνγκ σχολίασε ότι «η εν λόγω μελέτη δείχνει τη σημασία της επιτήρησης των άγριων πτηνών για ζωονόσους, όπως ο ιός του Δυτικού Νείλου. Δείχνει επίσης, ότι η επιτήρηση στη φύση, πριν την εμφάνιση της νόσου, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που θα εμποδίζει ή/και θα μειώνει τις επιπτώσεις τέτοιων εμφανιζόμενων μολυσματικών ασθενειών».
Στην έρευνα συμμετείχαν, επίσης, οι Γιώργος Βαλιάκος, Αντωνία Τουλούδη, Λαμπρινή Αθανασίου, Αλέξιος Γιαννακόπουλος, Χρήστος Ιακωβάκης, Περικλής Μπίρτσας, Βασιλική Σπύρου, Ζήσης Νταλαμπίρας και Λιλιάνα Πέτροφσκα, από την Κτηνιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το Εργαστήριο Έρευνας Ζωονόσων του Ινστιτούτου Βιοιατρικής Έρευνας και Τεχνολογίας στη Λάρισα, το Τμήμα Δασοπονίας (παράρτημα Καρδίτσας) και το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας, καθώς και την Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας-Θράκης.