Μεγάλη είναι η αλλαγή έχουν υποστεί οι καταναλωτικές συνήθειες των
νοικοκυριών από το 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η
Στατιστική Αρχή.
Στα 1.956,42 ανερχόταν το 2010 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών και ήταν μειωμένη κατά 5,3% σε σύγκριση με το 2009, ενώ, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης του πληθωρισμού, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,3%.
Σύμφωνα, επίσης, με την έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2010, που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑ), το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (18%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,5%) και η στέγαση (11,7%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).
Με τη μείωση της μηνιαίας δαπάνης, μεταβλήθηκε και το καταναλωτικό πρότυπο των νοικοκυριών.
Μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου
Για την περίοδο 2009-2010 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση - υπόδηση, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, επικοινωνίες, αναψυχή - πολιτισμό, προς τις δαπάνες που αφορούν στη διατροφή, τη στέγαση και τα οινοπνευματώδη ποτά.
Ειδικότερα, καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2009), για ένδυση - υπόδηση (-3,5%), επικοινωνίες (-12,5%), αναψυχή και πολιτισμό (-8,6%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-8,1%), υγεία (-7,3%) και διαρκή αγαθά (-6%).
Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για λοιπά αγαθά και υπηρεσίες (-4,8%), εκπαίδευση (-3,9%), στέγαση (-1,4%) και διατροφή (-1,4%), ενώ οι δαπάνες για τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό παρέμειναν σχετικά σταθερές.
Μικρότερες δαπάνες στις αγροτικές περιοχές
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.481,57 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 2.099,49. Ήτοι, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν λιγότερο κατά 29,4% σε μέσο όρο, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Στον αντίποδα, παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (+8,7%). Επίσης, καταγράφεται:
*Αύξηση από 37% σε 38% των νοικοκυριών που διαθέτουν πλυντήριο πιάτων (+3,3%)
*Αύξηση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (+2,5%)
*Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+2,2%).
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μείωση 4,9%)
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ, (μείωση 2%), και του αριθμού των αυτοκινήτων μείωση κατά 4,2%.
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (μείωση 2,5%).
Το 20% του πληθυσμού αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας
Ερευνώντας τις συνθήκες ανισότητας μεταξύ του πληθυσμού, προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Παράλληλα, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά (19,6% το 2009), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,6% του πληθυσμού (15,3% το 2009), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Οι δαπάνες για εκπαίδευση και υγεία
Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17%.
Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,7% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.
Με βάση τα ισχύοντα στην Ευρώπη, παρατηρείται ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% στη Νορβηγία και 0,8% στη Γερμανία και έως 4,4% και 3,3% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, αντίστοιχα. Ενώ, η Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 6,6% και 6,4% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Πηγή: ΑΠΕ
Στα 1.956,42 ανερχόταν το 2010 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών και ήταν μειωμένη κατά 5,3% σε σύγκριση με το 2009, ενώ, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης του πληθωρισμού, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,3%.
Σύμφωνα, επίσης, με την έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2010, που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑ), το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (18%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,5%) και η στέγαση (11,7%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).
Με τη μείωση της μηνιαίας δαπάνης, μεταβλήθηκε και το καταναλωτικό πρότυπο των νοικοκυριών.
Μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου
Για την περίοδο 2009-2010 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση - υπόδηση, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, επικοινωνίες, αναψυχή - πολιτισμό, προς τις δαπάνες που αφορούν στη διατροφή, τη στέγαση και τα οινοπνευματώδη ποτά.
Ειδικότερα, καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2009), για ένδυση - υπόδηση (-3,5%), επικοινωνίες (-12,5%), αναψυχή και πολιτισμό (-8,6%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-8,1%), υγεία (-7,3%) και διαρκή αγαθά (-6%).
Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για λοιπά αγαθά και υπηρεσίες (-4,8%), εκπαίδευση (-3,9%), στέγαση (-1,4%) και διατροφή (-1,4%), ενώ οι δαπάνες για τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό παρέμειναν σχετικά σταθερές.
Μικρότερες δαπάνες στις αγροτικές περιοχές
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.481,57 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 2.099,49. Ήτοι, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν λιγότερο κατά 29,4% σε μέσο όρο, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Στον αντίποδα, παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (+8,7%). Επίσης, καταγράφεται:
*Αύξηση από 37% σε 38% των νοικοκυριών που διαθέτουν πλυντήριο πιάτων (+3,3%)
*Αύξηση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (+2,5%)
*Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+2,2%).
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μείωση 4,9%)
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ, (μείωση 2%), και του αριθμού των αυτοκινήτων μείωση κατά 4,2%.
*Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (μείωση 2,5%).
Το 20% του πληθυσμού αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας
Ερευνώντας τις συνθήκες ανισότητας μεταξύ του πληθυσμού, προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Παράλληλα, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά (19,6% το 2009), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,6% του πληθυσμού (15,3% το 2009), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Οι δαπάνες για εκπαίδευση και υγεία
Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17%.
Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,7% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.
Με βάση τα ισχύοντα στην Ευρώπη, παρατηρείται ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% στη Νορβηγία και 0,8% στη Γερμανία και έως 4,4% και 3,3% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, αντίστοιχα. Ενώ, η Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 6,6% και 6,4% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Πηγή: ΑΠΕ